- ξυρήσιμος
- ξυρήσιμος, -ον (Α) [ξυρησις]αυτός που έχει ανάγκη από ξύρισμα ή που είναι επιδεκτικός ξυρίσματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυρήσιμος — fit for shaving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρήκης — ξυρήκης, ες (Α) 1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.) 2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα 3. ξυρήσιμος* 4. φρ. «κουρά ξυρήκης» κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.… … Dictionary of Greek